- δουλοποιός
- δουλο-ποιός, όν,A enslaving, Sch.E.Or. 488.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουλοποιόν — δουλοποιός enslaving masc/fem acc sg δουλοποιός enslaving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
δουλοποιοῦ — δουλοποιέω enslave pres imperat mp 2nd sg (attic) δουλοποιέω enslave imperf ind mp 2nd sg (attic) δουλοποιός enslaving masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)